- ἀναθάρσησις
- ἀναθάρσησιςrecovery of couragefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναθάρσησις — ἀναθάρσησις ( έως), η (ΑΜ) [ἀναθαρσῶ] βλ. αναθάρρηση … Dictionary of Greek
αναθάρρηση — η (ΑΜ ἀναθάρρησις και θάρσησις) απόκτηση ή ανάκτηση θάρρους, εμψύχωση, ενθάρρυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. μσν. τ. ἀναθάρσησις < ἀναθαρσῶ και ο τ. αναθάρρηση ( ις) < ἀναθαρρῶ] … Dictionary of Greek